δυσκαταπολέμητος

δυσκαταπολέμητος
δυσκατα-πολέμητος, ον,
A hard to conquer, D.S.2.48.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δυσκαταπολέμητος — δυσκαταπολέμητος, ον (Α) αυτός που δύσκολα καταπολεμείται …   Dictionary of Greek

  • δυσκαταπολέμητοι — δυσκαταπολέμητος hard to conquer masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”